- δυσάρμοστος
- -η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)νεοελλ.αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολααρχ.(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
Dictionary of Greek. 2013.